αγαλάτωτος

αγαλάτωτος
-η, -ο [γαλατώνω]
1. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δεν λερώθηκε με γάλα
2. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα
3. (για το χορτάρι) αυτό που δεν συντελεί στην παραγωγή πολλού γάλακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”